Ολοκληρώθηκε η ψηφοφορία που «έτρεχε» εδώ και ένα μήνα, σχετικά με τον ισχυρότερο σκακιστή που δεν έγινε ποτέ παγκόσμιος πρωταθλητής. Ήρθε λοιπόν η ώρα, να «στεφθεί» ο ένας από τους μη εστεμμένους.
Νομίζω ότι ευθύς εξ αρχής η συγκεκριμένη μάχη ήταν υπόθεση τριών ονομάτων: Κορτσνόι, Ρουμπινστάιν και Κέρες συνέλεξαν τις περισσότερες ψήφους με την τελική σειρά κατάταξης να είναι η σειρά με την οποία αναφέρονται. Ο Βίκτωρ Λβόβιτς με 15 ψήφους, είναι κατά την γνώμη των αναγνωστών της σελίδας ο ισχυρότερος εκ των σκακιστών που έφτασαν μια ανάσα από το να γίνουν αλλά τελικά δεν έγιναν ποτέ παγκόσμιοι πρωταθλητές. Είναι θα έλεγα μια απολύτως λογική επιλογή. Πράγματι ο Κορτσνόι όχι μόνο υπήρξε τεράστιος σκακιστής, αλλά καταφέρνει ακόμα και σήμερα, έχοντας ξεπεράσει τα 80 χρόνια του βίου του, να παίζει αξιοπρεπές – τουλάχιστον – σκάκι. Γεννημένος στο Λένινγκραντ στις 23 Μαρτίου του 1931, υπήρξε διεκδικητής του παγκοσμίου πρωταθλήματος για 10 φορές, από το 1962 έως το 1991. Δύο από αυτές, το 1978 και το 1981 έφτασε ως τον τελικό, όπου αντιμετώπισε και στις δύο περιπτώσεις τον Ανατόλι Κάρποβ. Είχε ήδη αυτομολήσει στη δύση (το 1976, στην Ολλανδία) και έτσι από τους δύο τελικούς δεν έλειψε η πολιτική «απόχρωση». Κι όχι μονάχα αυτή. Παραψυχολογία, υπνωτισμοί και …γιαούρτια, δεν υπήρξαν σύμμαχοι του τρομερού Βίκτωρ. Ίσως αν έβρισκε την ψυχραιμία να ασχοληθεί μόνο με το σκάκι του, το αποτέλεσμα σε μια από τις δύο συναντήσεις να ήταν διαφορετικό. Κυρίως ο τελικός στο Μπάγκιο, καθώς ο δεύτερος στο Μεράνο ήταν μάλλον ένας καρποφικός μονόλογος. Όπως και να ‘χει ο Βίκτωρ Λβόβιτς υπήρξε για 30 χρόνια τουλάχιστον ένας εκ των κορυφαίων σκακιστών του κόσμου.
Στην δεύτερη θέση της ψηφοφορίας, με μονάχα μία ψήφο διαφορά, ο Ακίμπα Ρουμπινστάιν. 14 ψήφοι για τον «μεγάλο Ακίμπα», η μία εκ των οποίων ήταν η δική μου. Το σκέφτηκα πολύ, μεταξύ του Ρουμπινστάιν και του Κορτσνόι και το μόνο τελικά κριτήριο που υπερίσχυσε ήταν η μεγάλη αγάπη μου προς τον Ακίμπα. Έτυχε μικρό παιδί, στα πρώτα χρόνια που γνώρισα το σκάκι, να πέσουν στα χέρια μου κάποιες παρτίδες του και κάποια στοιχεία του βίου του και από τότε τρέφω μια μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτόν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που ένα μικρό αφιέρωμα για τον «ραβίνο της κάισσας» αποτέλεσε την πρώτη ανάρτηση γι’ αυτό το ιστολόγιο. Μπορείτε να την διαβάσετε εδώ. Ο Ρούμπινστάιν ανέτρεψε τα δεδομένα της ζωής του για να μπορέσει να ασχοληθεί με το πάθος του. Έγινε κάποιος άλλος από αυτό που ήταν προγραμματισμένο να γίνει, γιατί πολύ απλά το ήθελε. Και μόνο γι’ αυτό θα έχει τον θαυμασμό και την εκτίμηση μου για πάντα. Όσο για το πόσο μεγάλος παίχτης υπήρξε, δεν χρειάζονται τα δικά μου λόγια.
Στην τρίτη θέση ο Παουλ Κέρες με 12 ψήφους. Ένας τεράστιος σκακιστής, για μένα ο ισχυρότερος του τουρνουά του 1948, όπως είχαν τα πράγματα εκείνη τη στιγμή. Ίσως και ο πιο αδικημένους απ’ όλους τους υπόλοιπους οι οποίοι έμειναν με άδειο το κεφάλι.
«Το θύμα του Μποτβίνικ» θα μπορούσε να πει κανείς με δυο λέξεις. Αν έγιναν όλα έτσι όπως «κυκλοφορούν» δεν είχε καν επιλογή. Το «χάνεις κάθε φορά που θα συναντηθείς με τον Μποτβίνικ ή δεν ξαναπαίζεις σκάκι» δεν είναι δίλημμα. Είναι μονόδρομος. Μα είναι τόσο δύσοσμη αυτή η ιστορία που δεν θα ήθελα να ασχοληθώ περισσότερο μαζί της. Τουλάχιστον όχι αυτό το βράδυ. Ίσως κάποια άλλη στιγμή. Ή ας το κάνει όποιος έχει διάθεση στα σχόλια.
Από εδώ και κάτω αρχίζουν οι εκπλήξεις. Περίμενα στην τέταρτη θέση έναν εκ των Μπροστάιν και Τάρρας, αλλά τελικά την κατέκτησε ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Τσιγκόριν. Κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα, καθώς μια δόση τσιγκορινομανίας την έχω και ‘γω (και κάπου εδώ σταματάει οποιαδήποτε άλλη ομοιότητα μου με τον Ταλ).
Ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς γεννήθηκε το 1850 στην Αγία Πετρούπολη και πέθανε το 1908. Θεωρείται από ορισμένους ως ο πρόδρομος της Σοβιετικής σχολής. Άργησε να μάθει σκάκι (στα 16 του), ενώ αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά σ’ αυτό, μετά τα 24.
Υπήρξε ο πρώτος διεκδικητής του παγκοσμίου τίτλου απέναντι στον Στάινιτς. Αναμετρήθηκαν 2 φορές. Πρώτα το 1889, όπου ο Στάινιτς επικράτησε με σκορ 10,5 – 6,5 και δεύτερη φορά το 1892 όπου και πάλι ο Στάινιτς επικράτησε με 12,5 – 10,5. Καθοριστική στο δεύτερο παιχνίδι ήταν η τελευταία παρτίδα, όπου ο Τσιγκόριν «έβγαλε» κερδισμένη θέση, αλλά με εκείνο το 32.Bb4 πραγματοποίησε την μεγαλύτερη ίσως «πατάτα» στην ιστορία του παιχνιδιού, επιτρέποντας στον Στάινιτς ένα απλό ματ.
Ο Τσιγκόριν ήταν θιασώτης του τακτικού παιχνιδιού, την ώρα που ο Στάινιτς έθετε τις βάσεις της στρατηγικής σχολής στο σκάκι. Η μάχη τους, πέρα από όλα τα άλλα, ήταν και μια θεωρητική μάχη.
Στο οξύ, περίπλοκο, δυναμικό παιχνίδι, ο Τσιγκόριν ήταν σαφώς ανώτερος από τους σύγχρονους του. Ο Κασπάροβ θεωρεί ότι το παιχνίδι του προαναγγέλλει αυτό του Αλιέχιν. Την ίδια ώρα ο Στάινιτς θεμελίωνε και δοκίμαζε στην πράξη τους κανόνες του στρατηγικού παιχνιδιού, κάτι που οι τακτικοί παίχτες της εποχής δεν κατανοούσαν καθόλου, με αποτέλεσμα να τους δημιουργεί στρατηγικές αδυναμίες που ο ίδιος ήξερε να αξιοποιεί, ενώ από την άλλη πολλοί από τους συνδυασμούς των τακτικών παιχτών δεν πετύχαιναν απέναντι στον Στάινιτς, ακριβώς διότι ήξερε να στήνει στρατηγικά τη θέση του, με αποτέλεσμα να μην έχει αδυναμίες.
Στο σημείο αυτό, ας αφήσω τον ίδιο τον Στάινιτς να «μιλήσει» για το πως είδε αυτές του τις αναμετρήσεις με τον Τσιγκόριν:
«Αυτή ήταν μια αναμέτρηση ανάμεσα σ’ έναν παλαιό μετρ της νέας σχολής (εννοεί τον εαυτό του) και έναν νέο μετρ της παλαιάς σχολής (εννοεί τον Τσιγκόριν). Και η νέα σχολή κέρδισε, παρ’ όλη την προχωρημένη ηλικία του μετρ. Ο νέος μετρ της παλαιάς σχολής (αναφέρεται βέβαια στην ρομαντική σχολή) θυσίαζε πιόνια και κομμάτια. Ο παλαιός μετρ της νέας σχολής προχώρησε ακόμα παραπέρα – θυσίασε ολόκληρες παρτίδες, για να δείξει πώς ακριβώς εννοούσε τις ορθές στρατηγικές αρχές».
Μια πάρα πολύ ωραία ανάρτηση με θέμα τον Μιχαήλ Ιβάνοβιτς υπάρχει στο Σκακιστικό Καφενείο. Πρόκειται για τις αναμνήσεις της κόρης του, απ’ τον πατέρα της. Όσοι δεν το έχετε κάνει, διαβάστε την εδώ.
Ακόμα μια έκπληξη στην 5η θέση, την οποία κατέκτησε με 5 ψήφους ο Γιόχαν Χέρμαν Τσούκερτορτ.
Ο Τσούκερτορτ είναι μια σχεδόν μυθική μορφή για το σκάκι. Σε αυτό συντείνουν και οι συνθήκες του βίου του. Γεννήθηκε στην Πολωνία το 1842 και πέθανε το 1888 από εγκεφαλική αιμορραγία, πάνω στη σκακιέρα, την ώρα που αγωνιζόταν, σε ηλικία 46 ετών.
Στην καταγωγή του οι ιστορικοί του σκακιού συγκλίνουν ότι ήταν Πρωσοπολωνοεβραίος. Σπούδασε χημεία και φυσιολογία, παίρνοντας διδακτορικό ιατρικής (όπως ισχυριζόταν ο ίδιος τουλάχιστον) στο Μπρεσλάου.
Η σκακιστική ακμή του τοποθετείται στα χρόνια 1870 ως 1886, όπου θεωρούνταν μαζί με τον Στάινιτς οι κορυφαίοι στον κόσμο.
Το 1883 θριάμβευσε στο τουρνουά του Λονδίνου, το ισχυρότερο ως τότε, αφήνοντας 3 βαθμούς πίσω τον Στάινιτς. Μετά από αυτό, υπήρξε η σκέψη να παίξουν αυτοί οι δύο ένα ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα (το πρώτο επίσημο ματς που έγινε για το παγκόσμιο πρωτάθλημα). Ορίστηκε για το 1886, όμως εκείνη τη χρονιά ο Τσούκερτορτ κλήθηκε να υπηρετήσει στον Αυστροουγγρικό πόλεμο. Τραυματίστηκε στη μάχη και παρασημοφορήθηκε όχι μια, αλλά 7 φορές (ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονταν ο ίδιος)
Επέστρεψε για το ματς με τον Στάινιτς. Είχε αποκτήσει όμως μόνιμο νευρολογικό πρόβλημα. Ξεκίνησε εντυπωσιακά το ματς προηγούμενος με 4-1!. Παρόλα αυτά, όσο προχωρούσαν οι παρτίδες, τόσο περισσότερο ο Τσούκερτορτ κατέρρεε και έχασε τελικά με 12,5 – 7,5.
Μετά την ήττα η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Και ο ίδιος δεν μπορούσε να το χωνέψει. Ο γιατρός του, του τόνισε κατηγορηματικά ότι πρέπει να σταματήσει το σκάκι. Ο Γιόχαν Τσούκερτορτ δεν θέλησε ούτε να το σκεφτεί. Έτσι, δύο χρόνια μετά πέθανε πάνω στη σκακιέρα.
Πρόσφατα ξεκίνησε μια προσπάθεια αποκατάστασης του τάφου του. Ο Τσούκερτορτ είναι θαμμένος στο Brompton Cemetery του Λονδίνου, αλλά ο τάφος είχε καλυφθεί από χόρτα και χώμα.
Και η αθάνατη του:
Ακολουθούν με τις ίδιες ψήφους (4) ο Δρ. Ζίγκμπερ Τάρας και ο Νταβίντ Μπρονστάιν.
Για τον δόκτορα από την Νυρεμβέργη θεωρώ πώς ο κυριότερος λόγος που δεν κατέκτησε το στέμμα ήταν η αναβλητικότητα του να προκαλέσει τον Λάσκερ όταν ήταν ακόμα στην ακμή του. Το 1903, όταν τελικά το έκανε μετά την μεγάλη του νίκη στο τουρνουά του Μόντε Κάρλο, κατάφερε να τραυματιστεί σε παγοδρομία με αποτέλεσμα το ματς (είχε οριστεί για το 1904) να αναβληθεί, ενώ το 1908 ο Τάρρας ήταν ήδη 46 ετών. Οι χρυσές μέρες είχαν παρέλθει. Εκεί που έπρεπε να είχε διεκδικήσει το πρωτάθλημα πριν 14 χρόνια, έφτασε να το κάνει τώρα. Όμως ο Λάσκερ ήταν σε διαστημική τροχιά, την ώρα που η άμαξα του Τάρρας είχε αρχίσει να ασθμαίνει. Ο Λάσκερ επιβλήθηκε εύκολα με 10,5 – 5,5.
Ο Νταβιντ Μπρονστάιν έφτασε ως τον τελικό το 1951. Απέναντι του είχε τον Μιχαήλ Μποτβίνικ. Ο Μπρονστάιν δεν κατάφερε να πάρει τον τίτλο παρότι δεν έχασε το ματς. Ο «πατριάρχης» διατήρησε τον τίτλο του, όπως όριζαν οι κανονισμοί, παρ’ ότι το ματς έληξε ισόπαλο.
Στην τελευταία θέση με 1 ψήφο ο Έφιμ Μπογκολιούμποβ.
Ο Μπογκολιούμποβ υπήρξε από τους ισχυρότερους σκακιστές των αρχών του περασμένου αιώνα. Ειδικά στο διάστημα 1920 – 1935 θεωρούνταν από τους κορυφαίους στον κόσμο. Τα αναφέρω όλα αυτά καθώς δέχτηκα «επίθεση» από φίλο γιατί τον συμπεριέλαβα στην ψηφοφορία: «Μα καλά τον Μπόγκο; Κι άφησες έξω τον Μάρσαλ;» Πράγματι για τον Μάρσαλ έχει δίκιο. Ο οποίος είναι και προσωπική μου συμπάθεια. Θα έπρεπε να τον έχω συμπεριλάβει.
Υπάρχει ένα ωραίο «ανέκδοτο» με τον Αλιέχιν και τον Μπόγκο, από τον οποίο δεν έλειπε η αυτοπεποίθηση (χαρακτηριστικό είναι ότι έχει πει «Όταν έχω τα λευκά, κερδίζω γιατί έχω τα λευκά. Όταν έχω τα μαύρα, κερδίζω γιατί είμαι ο Μπογκολιούμποβ»).
Οι συνεχείς αναμετρήσεις τους με τον Αλιέχιν είχαν δημιουργήσει μια αντιπαλότητα, ενώ δεν έλλειπαν και ο εκατέρωθεν αντεγκλήσεις.
Σε κάποιο τουρνουά, σε ένα πηγαδάκι, ο Μπογκολιούμποβ μη χάνοντας την ευκαιρία, κάτι πάλι ξεστόμισε για τον Αλιέχιν και ένας δημοσιογράφος που ήταν παρόν, έτρεξε να το προφτάσει στον Αλιέχιν, σίγουρος ότι θα βγάλει θέμα.
Ο Αλιέχιν, αφού τον άκουσε, αντί για άμεση απάντηση, σκαρφίστηκε ένα όνειρο και του λέει: «Θέλω να σου περιγράψω ένα όνειρο που είδα χθες το βράδυ. Είδα, που λες, ότι πέθανα και στην πύλη του παραδείσου με περίμενε ο Άγιος Πέτρος, ο οποίος με ρώτησε τι ήμουνα εκεί κάτω στη γη, όσο ήμουν ζωντανός. Του απάντησα μετρ και παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι. Τότε μου είπε: «Λυπάμαι κύριε μου, αλλά, ξέρετε, σε όλους τους μετρ στο σκάκι απαγορεύεται η είσοδος στον παράδεισο» και μου έδειξε το δρόμο για την κόλαση. Θλιμμένος, γύρισα να φύγω, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι μου μέσα στον παράδεισο τον Μπογκολιούμποβ να κάθεται μακάριος. Επέστρεψα να διαμαρτυρηθώ στον Άγιο Πέτρο, λέγοντας του: «Μου είπατε ότι οι μετρ στο σκάκι δεν μπαίνουν στον παράδεισο. Εγώ όμως βλέπω μέσα τον Μπογκολιούμποβ». Τότε ο Άγιος Πέτρος γέλασε και μου είπε: «Μα, ο Μπογκολιούμποβ δεν είναι μετρ. Απλώς νομίζει ότι είναι!».
Τα αναλυτικά αποτελέσματα της ψηφοφορίας: (περιμένω ιδέες για την επόμενη).
Σχολιάστε