Γκάρι Κίμοβιτς Κασπάροβ (Μέρος Α’)
4 Μαρτίου, 2012
Κασπάροβ, Παγκόσμιοι πρωταθλητές, Πετροσιάν, ιστορία 1 σχόλιο
Περί των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας
29 Φεβρουαρίου, 2012
Ιβαντσούκ, Κάρποβ, Καπαμπλάνκα, Κασπάροβ, Μόρφυ, Μάρσαλ, Πίλσπερι, Παγκόσμιοι πρωταθλητές, Ταλ, Φίσερ, ιστορία 10 Σχόλια
Πολ Μόρφυ
|
2 (2%)
|
Άντολφ Άντερσεν
|
0 (0%)
|
Βίλελμ Στάινιτς
|
1 (1%)
|
Εμμάνουελ Λάσκερ
|
1 (1%)
|
Ακίμπα Ρουμπινστάιν
|
1 (1%)
|
Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα
|
5 (6%)
|
Αλεξάντερ Αλιέχιν
|
2 (2%)
|
Πολ Κέρες
|
0 (0%)
|
Μιχαήλ Μποτβίνικ
|
1 (1%)
|
Βασίλι Σμύσλοβ
|
0 (0%)
|
Μιχαήλ Ταλ
|
19 (22%)
|
Τίγκραν Πετροσιάν
|
1 (1%)
|
Μπόρις Σπάσκι
|
0 (0%)
|
Βίκτορ Κορτσνόι
|
1 (1%)
|
Μπόμπι Φίσερ
|
15 (18%)
|
Ανατόλι Κάρποβ
|
15 (18%)
|
Γκάρι Κασπάροβ
|
19 (22%)
|
Βλάντιμιρ Κράμνικ
|
0 (0%)
|
Βίσι Ανάντ
|
0 (0%)
|
Μάγκνους Κάρλσεν
|
0 (0%)
|
Βασίλισσες
25 Φεβρουαρίου, 2012
Βασίλισσα, Κέρες, Μάρσαλ, ιστορία 2 Σχόλια
Στην αίθουσα του σκακιστικού συλλόγου, επικρατούσε σιγή. Μόνο τα ασυντόνιστα χτυπήματα στα ρολόγια ακούγονταν, όταν κάθε παίχτης ολοκλήρωνε την κίνηση του και χτυπούσε το κουμπί στο ρολόι που πάγωνε τον δικότου χρόνο και ταυτόχρονα εκκινούσε αυτόν του αντιπάλου του. (Μέσα στα άλλα οισκακιστές είναι και λίγο …χρονοκράτορες. Σταματούν και ξεκινούν τα ρολόγια κατά βούληση. Μα αυτό αφορά μόνον τον δικό τους, τον σκακιστικό χρόνο. Δυστυχώς για τον άλλον, τον πραγματικό, που ρέει σταθερά και αμείλικτα, ούτε αυτοί δεν έχουν λύση).
Όπως και να ‘χει, πριν από περίπου 500 χρόνια, απέκτησαν και οι αρσενικοί σκακιστικοί πεσσοί, την θηλυκή που …θα τους κάνει κουμάντο! (Ω, γίνομαι πολύ άδικος με την πάρτη της. Αυτή η κακομοίρα πόσες φορές δεν έχει πέσει ηρωικά για να σώσει το ταίρι της, ή για να δώσει την νίκη στην παράταξη της. Άσε που κάθε σκακιστής θέλει να έχει στο βιογραφικό του τουλάχιστον μια θυσία βασίλισσας. Τι τραβάει κι αυτή η κακότυχη! Να το θεωρεί περηφάνια του, όποιος την θυσιάζει!)
Μόλις αρχίσουν να γνωρίζουν το παιχνίδι συστηματικά, αρχίζουν να γνωρίζουν και τον «τρόμο της βασίλισσας».
Κατά την ρομαντική ειδικά εποχή του παιχνιδιού (αλλά και αργότερα), όπου οι θυσίες ήταν κάτι σαν επιβεβλημένο (οι σκακιστές θεωρούσαν υποχρέωση τους να θυσιάσουν, για να καταδείξουν την επιβολή του πνεύματος πάνω στην ύλη. Μια νίκημε υλικό πολύ λιγότερο, σήμαινε απλά τον θρίαμβο του πνεύματος) οι θυσίες βασίλισσας ήταν συχνότερο φαινόμενο. Βέβαια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, αυτές οι θυσίες βασίλισσας ήταν και τότε και τώρα, ουσιαστικά«ψευδοθυσίες». Ο παίχτης που θυσιάζει βασίλισσα, έχει άμεσο ματ σε κάποιες κινήσεις (ή νομίζει ότι έχει. Συμβαίνει κι αυτό, πιστέψτε με, το ξέρω από πρώτο χέρι), ή εντελώς κερδισμένη θέση μετά την θυσία. Πραγματικές θυσίες, με ρίσκο, είναι οι λεγόμενες στρατηγικές θυσίες «διαφοράς». Όταν δηλαδή προσφέρεται πύργος για αξιωματικό ή ίππο ή προσφέρεται ένα ελαφρό κομμάτι (ίππος ή αξιωματικός) για ένα ή δύο πιόνια ή οι θυσίες ενός πιονιού. Αυτές οι θυσίες, δεν παρέχουν άμεσο αντάλλαγμα. Γίνονται για να αποκτηθεί κάποιο στρατηγικό πλεονέκτημα (καλύτερος έλεγχος κάποιου συγκεκριμένου σημείου ή των τετραγώνων ενός χρώματος, κέρδος χρόνου, πρωτοβουλία, δημιουργία αδυναμιών στην αντίπαλη άμυνα κτλ) το οποίο θα προσπαθήσει μετά ο παίχτης να αξιοποιήσει σιγά σιγά στην πορεία. Γι’ αυτό είναι και πολύ πιο δύσκολες θυσίες, καθώς πρέπει να υπολογιστούν πάρα πολλές βαριάντες με ακρίβεια και να ακολουθήσει «χειρουργικό» παιχνίδι. Ενώ μια θυσία, που δίνει φορσέ ματ σε μερικές κινήσεις και ποιος δεν θα την έκανε (αρκεί να την έβλεπε βέβαια πρώτα. Εγώ συνήθως τις βλέπω μόνο μετά, στην «νεκροψία». Αλλά κανείς δεν κέρδισε παρτίδα στην ανάλυση). Όπως και να ‘χει, είναι εντυπωσιακό να βλέπεις έναν παίχτη να δίνει την βασίλισσα του.

Το 1969 ο Κeres, μαύρος εναντίον του Westerinen και με κομμάτι κάτω, αποφάσισε να δείξει στον Φιλανδό τι εστί διαρκές σαχ. Από την 38η μέχρι την 75η κίνηση ο Πολ έδεινε ανελέητα σαχ με ότι του είχε απομείνει, δηλαδή με τη βασίλισσα του. Έκανε ένα μικρό διάλλειμα στην 76η και κατόπιν εξακολούθησε το βιολί του μέχρι την 80η, όταν ο Westerinen, προφανώς απηυδισμένος, συμφώνησε την ισοπαλία.
Από τον Λουτσένα στη Σοβιετική σχολή (μέρος Δ’)
20 Φεβρουαρίου, 2012
σκακιστικές σχολές, Μπρέγιερ, Νίμτσοβιτς, Ρέτι, Στάιντς, Τάρρας, Ταρτακόβερ, Υπερμοντέρνοι, ιστορία Σχολιάστε
![]() |
Άρον Νίμτσοβιτς |
Οι ιδέες της στρατηγικής σχολής του Στάινιτς, με οδηγό σε θεωρητικό επίπεδο τον Ζίγκπερτ Τάρρας πλέον, επικράτησαν για τουλάχιστον μια εικοσαετία.
Όμως κυρίως κατά την δεκαετία του 1920, μια νέα θεωρητική προσέγγιση του παιχνιδιού έκανε την εμφάνιση της και άρχισε να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Κύριοι εκφραστές της υπήρξαν οι μετρ και θεωρητικοί του παιχνιδιού Ριχάρδος Ρέτι, Άρον Νίμτσοβιτς, Σαβιέλι Ταρτακόβερ και Γκίλα Μπρέγιερ.
Η νέα σχολή ονομάστηκε «Υπερμοντέρνα σχολή». Ο όρος μάλλον χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τον Ταρτακόβερ, όχι ακριβώς για να περιγράψει την νέα σχολή, αλλά το παιχνίδι των καινούριων μετρ. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ρέτι, στο κλασσικό βιβλίο του «Μοντέρνες ιδέες στο σκάκι»(εκδόσεις Κέδρος), σε ένα κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Υπερμοντέρνα τεχνοτροπία»:
«Με αυτή την ονομασία περιέγραψε ο διαπρεπής μετρ και συγγραφέας δρ Ταρτακόβερ τον τρόπο παιχνιδιού των νεότερων μετρ Αλιέχιν,Μπογκολιούμποβ και Μπρέγιερ. Αυτή η ονομασία δε σημαίνει άμετρο έπαινο κι ακόμα λιγότερο μομφή, διότι τελευταία και ο ίδιος ο Ταρτακόβερ προσέγγισε αυτόν τον τρόπο παιχνιδιού».
|
Ριχάρδος Ρέτι |
Το παιχνίδι λοιπόν κάποιων νέων μετρ, σε συνδυασμό με την έρευνα και την θεωρητική δουλειά κάποιων άλλων, οδήγησε σε ένα νέο τρόπο προσέγγισης του παιχνιδιού, πολύ διαφορετικό από τον μέχρι τότε κυρίαρχο, αυτόν της κλασικής (ή στρατηγικής σχολής).
Οι υπερμοντέρνοι δεν εμφανίζονται από το πουθενά. Θα έλεγε κανείς ότι το ίδιο το παιχνίδι είχε την ανάγκη της εμφάνισης τους και προέκυψαν ως φυσιολογική εξέλιξη στην ιστορία της διαμόρφωσης του, παρ’ όλο που εκείνη τη στιγμή η κλασική σχολή έδειχνε κραταιά και δύσκολα θα φαντάζονταν κάποιος ότι θα μπορούσαν να ανατραπούν οι αρχές παιχνιδιού που είχε αναπτύξει.
Τα σημάδια όμως του τέλματος, είχαν κάνει ήδη την εμφάνιση τους από το 1921, όταν στο ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα μεταξύ του Λάσκερ και του Καπαμπλάνκα στην Αβάνα, δύο δηλαδή εκ των πιο επιφανών εκπροσώπων της κλασικής σχολής, όπου παρά την μέτρια απόδοση του Λάσκερ (ο οποίος ήταν επηρεασμένος μάλλον και από κλιματολογικούς παράγοντες) σημειώθηκαν 10 ισοπαλίες σε 14 παρτίδες. Το γεγονός θορύβησε τόσο τον νέο, όσο και τον απερχόμενο παγκόσμιο πρωταθλητή σε τέτοιο βαθμό ώστε δήλωσαν, ο μεν Λάσκερ ότι «Το σκάκι ως παιχνίδι πλησιάζει την τελειοποίηση του. Τα στοιχεία του παιγνίου και της αβεβαιότητας εξαφανίζονται. Στην εποχή μας, πάρα πολλά πράγματα μας είναι ήδη γνωστά, δεν υπάρχει επομένως ανάγκη να μαντέψουμε, όπως κάναμε οι παλαιότεροι στα νιάτα μας. Όσο κι αν είναι τούτο λυπηρό, η γνώση συνεπάγεται τον θάνατο…Τώρα όλοι οι παίχτες γνωρίζουν τις καλύτερες κινήσεις στο γκαμπί της Βασίλισσας ή στην Ισπανική, όπου και νιώθουν πια σαν στο σπίτι τους. Η γοητεία του αγνώστου έχει χαθεί», ο δε Καπαμπλάνκα «Σε 10-15 χρόνια οποιοσδήποτε καλός παίχτης θα μπορεί να πετύχει ισοπαλία σε οποιαδήποτε παρτίδα».
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κασπάροβ: «Οι δυο τους ήταν οι εστεμμένοι του σκακιού, τότε που στο 1.ε4 απαντούσαν 1…ε5, ενώ έπειτα από 1.δ4 έπαιζαν αποκλειστικά 1…δ5, περιορίζοντας της επιλογές τους στο αποδεκτό ή μη αποδεκτό γκαμπί της βασίλισσας. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, οι δύο πρωταθλητές διέκριναν ότι η περιοχή του παιχνιδιού ήταν πολύ ευρύτερη και το σκάκι ήταν ακόμα μακριά από το να έχει εξαντλήσει όλες της δυνατότητες του».
Όσο κι αν δεν επαληθεύτηκαν, οι ανησυχίες του Λάσκερ και του Καπαμπλάνκα δεν ήταν τελείως αβάσιμες, αν ειδωθούν μέσα στο στενό πλαίσιο της εποχής που διατυπώθηκαν. Πράγματι , εκείνη την περίοδο, η κλασική σχολή είχε δώσει ότι είχε να δώσει και είχε μετατραπεί από επαναστατική δύναμη, από φορέας σαρωτικών αλλαγών, σε καθεστώς. Είχε έρθει λοιπόν η ώρα να έρθει ξανά το καινούριο. Να σχηματισθεί μια νέα σύνθεση.
Απ’ αυτή την άποψη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ίδιο το σκάκι ανέμενε τους υπερμοντέρνους, οι οποίοι δεν εμφανίζονται απλώς σε μια εποχή που το παιχνίδι έχει ανάγκη τις νέες ιδέες, αλλά σε μια εποχή που γενικότερα οι ανθρώπινες δραστηριότητες, κυρίως αυτές που ανήκουν στο χώρο της τέχνης και του πολιτισμού περνούν μια μεγάλη φάση αλλαγών και ανανέωσης. Η ανθρωπότητα μόλις έβγαινε από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και υπήρχε μια αίσθηση ότι τα πράγματα θα κινηθούν προς το καλύτερο, ένας αέρας αισιοδοξίας και επαναστατικότητας (ήδη οι μπολσεβίκοι έχουν ανατρέψει τον τσάρο), τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστούν τα καινούρια μαύρα σύννεφα, αρχικά με το κραχ του 1929 και ακολούθως με την επικράτηση του ναζισμού στην Γερμανία.
Όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1920, τα πράγματα στις τέχνες είναι «επαναστατικά». Στην λογοτεχνία, μην ξεχνάμε ότι ο Αντρέ Μπρετόν εκδίδει το «μανιφέστο του σουρεαλισμού» στα 1924.
Την ίδια δεκαετία, στο χώρο της μουσικής, η τζαζ κάνει την δική της επανάσταση. Ο πρώτος τζαζ δίσκος ηχογραφείται το 1917, ενώ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’20, η συγκεκριμένη μουσική εξαπλώνεται και αποκτάει μεγάλη αναγνωσιμότητα. Αυτά ακριβώς τα χρόνια, ξεκινάει και η πορεία του Λούις Άρμστρονγκ ως μέλος της μπάντας του Κίνγκ Όλιβερ.
Στην αρχιτεκτονική επίσης, είναι τα ίδια εκείνα χρόνια που εμφανίζονται οι πρώτοι πειραματισμοί με ασύμμετρες κατασκευές.
Και είναι η ασυμμετρία ακριβώς, που θα προωθηθεί από την υπερμοντέρνα σκακιστική σχολή, όχι σαν αυτοσκοπός φυσικά, (οι υπερμοντέρνοι δεν αρνήθηκαν με κάθε κόστος την συμμετρία) αλλά ως νέος τρόπος προσέγγισης του παιχνιδιού. Μα,μήπως και ο υπερρεαλισμός που αναφέραμε πρωτύτερα, δεν έσπασε την συμμετρία του ομοιοκατάληκτου στίχου;
Μήπως και η ίδια η τζαζ, δεν είναι μια θραύση συμμετρίας για την μουσική ή τουλάχιστον γι’ αυτό που ήταν μέχρι τότε αυτό που ονομάζουμε τραγούδι;
Το κατά πόσο όλα αυτά βέβαια σχετίζονται μεταξύ τους,είναι μια δύσκολη να αποδειχθεί υπόθεση. Νομίζω όμως ότι δεν παύει να δείχνει μια γενικότερη τάση της εποχής.
Ο Άρον Νίμτσοβιτς ήταν αυτός κυρίως που με το θεωρητικό του έργο έβαλε τις βάσεις της νέας προσέγγισης του παιχνιδιού από τους υπερμοντέρνους. Με το βασικό του έργο, το “My system” (το οποίο αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα σκακιστικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ,σημείο αναφοράς για την συντριπτική πλειοψηφία των ισχυρών σκακιστών μετά απ’αυτό) καθώς και άλλα θεωρητικά κείμενα, ο Νίμτσοβιτς εισήγαγε ή επαναδιαπραγματεύθηκε έννοιες όπως το ελαστικό κέντρο, η αδυναμία των τετραγώνων ενός χρώματος, ο περιορισμός της κινητικότητας, η προφυλακή και το μπλοκάρισμα. Σημαντικό νέο στοιχείο που εισήγαγαν οι υπερμοντέρνοι ήταν ο έλεγχος του κέντρου όχι άμεσα με πιόνια, αλλά από μακριά με κομμάτια, κάτι που αποτυπώθηκε και στα ανοίγματα που χρησιμοποίησαν, άλλα εξελίσσοντας τα και άλλα δημιουργώντας τα, όπως η Νιμζοινδική άμυνα ή η Καταλανική παρτίδα. Το κέντρο και ο τρόπος ελέγχου του ήταν το σημείο που στόχευσαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η ευελιξία των κομματιών και ο έλεγχος του κέντρου από μακριά δια της δράσης κομματιών, καθώς και το μπλοκάρισμα, ήταν οι βασικές νέες αρχές που έρχονταν σε αντίθεση με τις αρχές της κλασικής σχολής. Μεταξύ του Νίμτσοβιτς και του Τάρρας άναψε μια θεωρητική διαμάχη, με τον Γερμανό δόκτορα να αναφέρεται στον Λετονό ως «αυτός που του αρέσουν οι άσχημες κινήσεις στο άνοιγμα» και τον Νίμτσοβιτς να γράφει άρθρα με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως «Άραγε το σύγχρονο σκάκι του δόκτορα Τάρρας ανταποκρίνεται στη σύγχρονη κατανόηση του παιχνιδιού;»
Το 1923 ο Νίμτσοβιτς συναντήθηκε με τον Ζέμις σε μια παρτίδα που έχει μείνει στην σκακιστική ιστορία ως η «αθάνατη παρτίδα του τσούγκσβανγκ». Παίχθηκε μια Ινδική της βασίλισσας, ένα άνοιγμα που ταίριαζε με τις ιδέες των υπερμοντέρνων. Σχολιάζοντας αργότερα την παρτίδα ο Νίμτσοβιτς, έγραψε τα παρακάτω (τα οποία συμπυκνώνουν ένα μέρος της θεώρησης των υπερμοντέρνων): «Η παρτίδα που ονομάστηκε στην Δανία η «αθάνατη παρτίδα του τσουγκσβανγκ» είναι τόσο χαρακτηριστική για την εποχή μας, όσο και η «αθάνατη παρτίδα της θυσίας»στην εποχή του Άντερσεν. Τώρα κάνουμε θυσίες χάριν της προφύλαξης, είτε για να μπλοκάρουμε είτε για να περιορίσουμε τη δυναμική ενέργεια του αντίπαλου στρατού, αλλά όχι χάριν μιας άγριας επιθετικής ενέργειας. Η τραχύτητα είναι πια ξεπερασμένη».
«Η αθάνατη παρτίδα του τσουγκσβανγκ»
|
Ζίγκμπερτ Τάρρας |
Η θεωρητική διαμάχη των υπερμοντέρνων με τον Τάρρας δεν έπαψε να υπάρχει. Ο δόκτορας έμεινε για πάντα πιστός στις κλασικές ιδέες,πολεμώντας τους πειραματισμούς και τους μοντερνισμούς της νέας σχολής, παρ’ότι, κατ ‘ουσία, οι νέες ιδέες δεν ανέτρεπαν το ως τότε οικοδόμημα, αλλά το ανέπτυσσαν περαιτέρω, εξελίσσοντας ουσιαστικά τις θεωρίες του Στάινιτς και εμβολιάζοντας τες με το απαραίτητο νέο αίμα, ώστε να δοθεί μια νέα ώθηση στο ίδιο το παιχνίδι.
Πολύ καλύτερα από τον Τάρρας, αντιλήφθηκε την κατάσταση ο Εμμάνουελ Λάσκερ: «Η νέα σχολή θα ενώσει και θα συνθέσει αυτό που πρέσβευε ο καθένας από τους δύο μεγάλους ανταγωνιστές, ο Στάινιτς και ο Τσιγκόριν».
Στο προσκήνιο έρχονται νέα ανοίγματα (παρ’ ότι, απ’ τα «παλιά»το γκαμπί της βασίλισσας ελάχιστα χάνει σε δημοτικότητα). Οι ινδικές άμυνες (της βασίλισσας, του Νίμτσοβιτς, η Γκρίνφελντ), τα πλευρικά ανοίγματα, το άνοιγμα Ρέτι, η άμυνα Νίμτσοβιτς, η Καταλανική, αλλά και η Σικελική δειλά δειλά,αρχίζουν να παίρνουν την πρωτοκαθεδρία. Το φιανκέτο υποστηρίζεται ένθερμα από τους υπερμοντέρνους. Η ασυμμετρία από νωρίς στο άνοιγμα κερδίζει έδαφος. Ο πειραματισμός όχι απλώς είναι αποδεκτός, αλλά καμιά φορά φτάνει και στα άκρα. «Αν ένα άνοιγμα θεωρείται υποδεέστερο, παίξε το άφοβα!», έλεγε ο Ταρτακόβερ σε έναν από τους διάσημους «ταρτακοβερισμούς»του. Ο ίδιος δε, αρέσκονταν να παίζει 1.β4, το άνοιγμα του ουραγκοτάγκου όπως το είχε ονομάσει, εμπνευσμένος από ένα τέτοιο ζώο στο ζωολογικό κήπο της Νέας Υόρκης,όταν σε μια κενή μέρα του τουρνουά του 1924, τον επισκέφθηκε και πλησίασε έναν ουραγκουτάγκο,ρωτώντας τον «τι να παίξω αύριο;». Το ζώο έκανε έναν μορφασμό κι ο Ταρτακόβερ ισχυρίζονταν πως του υπέδειξε σαφώς να παίξει «1.β4». «Κάθε τουρνουά ζωντανεύει όταν συμμετέχει ο Ταρτακόβερ», έλεγε ο Χανς Κμοχ. «Το συναρπαστικό σε αυτό τον άνθρωπο είναι ο χαρακτήρας του».
Παρά το βραχύβιο του πράγματος, η κληρονομιά των «υπερμοντέρνων» είναι σπουδαία. Έδωσαν την απαραίτητη ώθηση στο παιχνίδι σε μια εποχή που είχε αρχίσει να τελματώνει, εισήγαγαν νέες έννοιες, επανεξέτασαν παλιές, παρουσίασαν νέες οπτικές θέασης του παιχνιδιού, έφεραν έναν νέο «ζωντανό» αέρα στα σκακιστικά πράγματα, πλούτισαν την θεωρία των ανοιγμάτων, αλλά και του μέσου,επεξεργάστηκαν ζητήματα στρατηγικής που δεν είχαν ως τότε γίνει αντιληπτά, ή είχαν αναπτυχθεί πλημμελώς, κατέδειξαν με τον πιο μεστό τρόπο την σχετικότητα των κανόνων και άνοιξαν τον δρόμο, έχοντας ήδη ετοιμάσει ένα νέο θεωρητικό χαλί,στην σοβιετική σχολή, η οποία ενσωματώνοντας όλες τις προϋπάρχουσες παραδόσεις,δεν είχε παρά να κάνει ένα ποιοτικό άλμα, στοχεύοντας κυρίως στις εξαιρέσεις.
ΜΕΡΙΚΟΙ «ΤΑΡΤΑΚΟΒΕΡΙΣΜΟΙ»
|
Σαβιέλι Ταρτακόβερ |
«Τα λάθη είναι πάνω στη σκακιέρα και σε περιμένουν να τα κάνεις»
«Γνωρίζω πολλούς που κέρδισαν χαμένες θέσεις. Δεν γνωρίζω όμως κανέναν να κέρδισε την παρτίδα στην οποία εγκατέλειψε».
«Μια παρτίδα σκάκι χωρίζεται σε τρία μέρη: Στο πρώτο, όταν ελπίζεις ότι έχεις το πλεονέκτημα. Στο δεύτερο, όταν πιστεύεις ότι έχεις το πλεονέκτημα και στο τρίτο, όταν πια ξέρεις ότι θα χάσεις!».
Αν το σκάκι είναι τέχνη, ο Αλιέχιν. Αν το σκάκι είναι επιστήμη, ο Καπαμπλάνκα. Αν το σκάκι είναι αγώνας, ο Λάσκερ». (σε ερώτηση για το ποιόν θεωρεί τον μεγαλύτερο παγκόσμιο πρωταθλητή)
«Νικητής της παρτίδας είναι αυτός που κάνει το προτελευταίο λάθος»
«Τακτική είναι να ξέρεις τι να κάνεις εκεί που υπάρχει κάτι να κάνεις. Στρατηγική είναι να ξέρεις τι να κάνεις εκεί που δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις»
«Chess is a fairy tale of 1001 blunders.»
Όταν ο Ταλ προσπάθησε να σώσει έναν…ιπποπόταμο!
14 Φεβρουαρίου, 2012
Βασιούκοβ, Κασπάροβ, Ταλ, ιπποπόταμος, ιστορία 1 σχόλιο
![]() |
Μιχαήλ Ταλ |
Το σκάκι είναι δύσκολο παιχνίδι. Το ξέρουμε άλλωστε καλά, όλοι εμείς οι μαζέτες αυτού του κόσμου. Πολλές φορές όμως είναι δύσκολο ακόμα και για τους πλέον χαρισματικούς. Ο Μίσα Ταλ ήταν σίγουρα ένας απ’ αυτούς. Όλοι ξέρουμε για το οξύ επιθετικό στυλ παιχνιδιού του, για τον μοναδικό του τρόπο να κάνει «άνω κάτω» την σκακιέρα, να δημιουργεί «θύελλες» με τις θυσίες του, στα νερά των οποίων συνήθως πνίγονταν οι αντίπαλοι του, μα συχνά πυκνά ήταν δύσκολο ακόμα και για τον ίδιο να επιπλεύσει. Ο Μίσα Ταλ, ήταν ένα «τέρας» στο μέτρημα.
Ο 13ος παγκόσμιος πρωταθλητής, ο Γκάρι Κασπάροβ, σε μια συνέντευξη του στο ραδιοφωνικό σταθμό «Έκο Μόσκβι», στις 30 Νοεμβρίου 2007, είπε για τον Ταλ (μεταξύ άλλων): «Είναι ο μόνος παίχτης που γνώρισα ο οποίος δεν μέτραγε τις βαριάντες, τις έβλεπε. Ο Ταλ είχε καθαρή την εικόνα στην 8η κίνηση, αυτόματα. Ένας συνηθισμέμος άνθρωπος πρέπει να στρωθεί να υπολογίζει, σε μερικούς μεγαλοφυείς αυτή η διαδικασία είναι αυτόματη και φυσική. Συμβαίνει με μεγάλους μουσικούς και επιστήμονες. Ο Ταλ ήταν μοναδικός και το παιχνίδι του ανεπανάληπτο.»
Είπαμε όμως, το σκάκι είναι δύσκολο παιχνίδι, ακόμα και για τους μεγαλοφυείς. Ευτυχώς το σκάκι δεν είναι μόνο μέτρημα και κανείς, ακόμα κι αν είναι ο Ταλ, δεν μπορεί να τα «μετράει» πάντα όλα.
Ο Γκάρι Κασπάροβ και πάλι, στο βιβλίο του «Η ζωή είναι μια παρτίδα σκάκι» (εκδόσεις Πατάκη) γράφει χαρακτηριστικά:
«Πώς γινόταν οι ίπποι του Ταλ να μοιάζουν πιο ευέλικτοι, οι αξιωματικοί του πιο γρήγοροι, από εκείνους άλλων γκρανμέτρ; Ήταν φοβερός και τρομερός στο μέτρημα, αλλά αυτό ήταν μονάχα ένα μικρό μέρος από τα χαρίσματα του. Είχε την ικανότητα να συνειδητοποιεί πότε ο υπολογισμός από μόνος του δεν επρόκειτο να λύσει το πρόβλημα»
Ο ίδιος ο «μάγος της Ρίγα» έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία να διηγηθεί επί του θέματος, η οποία ακόμα κι αν είναι επινοημένη ή όχι, δείχνει με ξεκάθαρο τρόπο την άποψη του ίδιου το Ταλ πάνω στο θέμα.
![]() |
Εβγκένι Βασιούκοβ |
Έπαιζε εναντίον του γκρανμέτρ Βασιούκοβ το 1964 και σε μια πολύ περίπλοκη θέση, άρχισε να υπολογίζει μια θυσία ίππου. Περιγράφει ο ίδιος ο Ταλ:
«Οι ιδέες μου κατέβαιναν η μια μετά την άλλη. Το αποτέλεσμα ήταν να κατακλυστεί το μυαλό μου από έναν απολύτως χαοτικό σωρό από κάθε λογής κινήσεις και το περίφημο «δέντρο των βαριαντών», από το οποίο οι προπονητές σου ζητούν να κλαδεύεις τα μικρά κλωνάρια, στην περίπτωση αυτή μεγάλωσε με απίστευτη ταχύτητα.
Και τότε, ξαφνικά, για κάποιο λόγο, θυμήθηκα το κλασικό κουπλέ του Τσουκόφσκι (Σοβιετικός ποιητής παιδικών ποιημάτων):
«Ω, τι δύσκολη δουλειά
Τον ιπποπόταμο να σύρεις απ’ του βάλτου τα νερά»
Δεν ξέρω μέσα από ποιους συνειρμούς ο ιπποπόταμος βρέθηκε στη σκακιέρα αλλά, μολονότι οι θεατές ήταν πεπεισμένοι ότι εξακολουθούσα να μελετάω τη θέση, εγώ εκείνη την ώρα πάσχιζα να βρω λύση σε τούτο: Πώς διάολο θα έσερνες έναν ιπποπόταμο από το βάλτο; Θυμάμαι ότι μου ήρθαν στο μυαλό ανυψωτήρες, μοχλοί, ελικόπτερα, ακόμα και μια σχοινένια σκάλα. Ύστερα από παρατεταμένους συλλογισμούς, παραδέχθηκα την ήττα μου ως μηχανικού και σκέφτηκα φουρκισμένος «Ε, λοιπόν, δε πα να πνιγεί!». Και ξαφνικά ο ιπποπόταμος εξαφανίστηκε. Έφυγε από τη σκακιέρα, ακριβώς όπως είχε έρθει. Από μόνος του. Και ευθύς αμέσως, η θέση έπαψε να φαίνεται τόσο περίπλοκη. Τώρα, κατά κάποιον τρόπο, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν εφικτό να υπολογίσω όλες τις βαριάντες και ότι η θυσία του ίππου ήταν, από την ίδια της τη φύση, καθαρά διαισθητική. Και μιας και υποσχόταν ένα ενδιαφέρον παιχνίδι, αποφάσισα να την κάνω.
Την επόμενη μέρα, με απόλαυση διάβασα στην εφημερίδα πως ο Μιχαήλ Ταλ, ύστερα από προσεκτική μελέτη της θέσης για σαράντα λεπτά, έκανε μια θυσία ίππου βασιζόμενος σε ακριβή υπολογισμό».
Ανοίγματα στους τελικούς παγκοσμίου πρωταθλήματος
10 Φεβρουαρίου, 2012
![]() |
QGD |
- Γκαμπί της βασίλισσας μη αποδεκτό 188 παρτίδες (16,86%)
- Ισπανική παρτίδα 157 (14,08%)
- Σικελική άμυνα 101 (9,06%)
- Σλαβική άμυνα 95 (8,52%)
- Νιμζοϊνδική άμυνα 67 (6,01%)
- Γκρίνφελντ 64 (5,74%)
- Γαλλική άμυνα 56 (5,02%)
- Αγγλική παρτίδα 56 (5,02%)
- Ινδική της βασίλισσας 49 (4,39%)
- Κάρο Καν 41 (3,68%)
- Ινδική του βασιλιά 39 (3,50%)
- Ιταλική παρτίδα/Γκαμπί Έβανς 32 (2,87%)
- Ρώσικη παρτίδα 28 (2,51%)
- Καταλανική παρτίδα 25 (2,24%)
- Γκαμπί της βασίλισσας αποδεκτό 24 (2,15%)
- Ολλανδική άμυνα 16 (1,43%)
Ένα άλλο, ότι ο «βασιλιάς των ανοιγμάτων» φαίνεται να είναι το μη αποδεκτό γκαμπί της βασίλισσας. (Αν τώρα κάποιος συνυπολογίσει και το αποδεκτό γκαμπί της ντάμας καθώς και την Σλαβική, ως μέρος του ίδιο κατά βάση συστήματος, θα μετρήσει 307 παρτίδες συνολικά!)
![]() |
Ruy Lopez |
Σημαντικό είναι ότι το μη αποδεκτό γκαμπί της βασίλισσας φαίνεται να είναι το ίδιο αποδεκτό σε όλες τις περιόδους. Το μοναδικό χρονικό διάστημα που το συγκεκριμένο άνοιγμα περνάει «κρίση» είναι από το 1951 ως το 1961, όπου εμφανίζεται μονάχα μία φορά (στον τελικό του 1960 Μποτβίνικ – Ταλ). Αν εξαιρέσει κανείς αυτό το διάστημα το QGD είναι ουσιαστικά πάντα παρόν, άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο. Κορυφαία στιγμή ο τελικός του 1927, όπου Καπαμπλάνκα και Αλιέχιν «συζήτησαν» διεξοδικά πάνω στο συγκεκριμένο άνοιγμα, στις 32 από τις 34 παρτίδες του ματς! (για την ιστορία, οι άλλες 2 ήταν μια Γαλλική και μια Αγγλική).
![]() |
Sicilian Defense |
Την Σικελική συναντάμε στην 3η θέση, πράγμα μάλλον αναμενόμενο επίσης. Εδώ όμως, αν κοιτάξουμε τις εμφανίσεις της ανά τα χρόνια, θα δούμε ότι τα πρώτα χρόνια το άνοιγμα δεν εμφανίζεται καθόλου ή εμφανίζεται σπάνια.
![]() |
Catalan game |
Ένα άλλο σημείο που θέλω να σταθώ, είναι η δυναμική επανεμφάνιση της Καταλανικής (κυρίως εξ αιτίας του Κράμνικ) η οποία φαίνεται να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος τα τελευταία χρόνια. Κατά κάποιο τρόπο ο Κράμνικ επανασύνδεσε τους υπερμοντέρνους με το σήμερα, μέσω αυτού του ανοίγματος.
Από τον Λουτσένα στη Σοβιετική σχολή (Μέρος Γ’)
6 Φεβρουαρίου, 2012
Καπαμπλάνκα, Λάσκερ, Ρουμπινστάιν, Στάινιτς, ιστορία Σχολιάστε
ΒΙΛΕΛΜ ΣΤΑΪΝΙΤΣ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ (ή ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ)
![]() |
Βίλελμ Στάινιτς |
![]() |
Εμμάνουελ Λάσκερ |
![]() |
Ζίγκμπερτ Τάρρας |
![]() |
Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα |
Το πόσοάλλαξε το παιχνίδι η κλασική σχολή, νομίζω δε χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία. Τοπαιχνίδι θέσεων απέκτησε την πρωτοκαθεδρία, νέες στρατηγικές έννοιες έκαναν τηνεμφάνιση τους, ο παλιός τρόπος παιχνιδιού εγκαταλείφθηκε και μαζί του πολλά απότα ανοίγματα των ρομαντικών, όπως το γκαμπί του βασιλιά και η ιταλική παρτίδαπχ.
Πρόσφατα σχόλια