Περί των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας

10 Σχόλια

Χθες έκλεισε η πρώτη ψηφοφορία του blog. Το ίδιο το ερώτημα θα μπορούσεεύλογα να ισχυριστεί κανείς πώς δεν «στέκει». «Ποιος είναι ο ισχυρότεροςσκακιστής στην ιστορία;». Έλα ντε…
Προφανώς το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί στα σοβαρά, πόσομάλλον μέσα από μερικές επιλογές ονομάτων σε ένα poll ενός blog.
Με ποια κριτήρια θα συγκρίνει κάποιος τον Μόρφυ πχ με τονΦίσερ; Τον Στάινιτς με τον Κασπάροβ; Όλοι ξέρουμε ότι οι ισχυροί παίχτες κάθεεποχής, είχαν στο οπλοστάσιο τους την ήδη συσσωρευμένη γνώση των προηγούμενωνγενεών και είναι απολύτως φυσικό να μην μπορεί να συγκριθεί ένας μετρ τουπροπερασμένου αιώνα με έναν εκ των κορυφαίων παιχτών της σοβιετικής σχολής γιαπαράδειγμα. Επομένως το ερώτημα το ίδιο είναι προβληματικό. Ίσως θα έπρεπε ναδιατυπωθεί ως εξής: «Ποιος είναι ο αγαπημένος σας σκακιστής όλων των εποχών».Τότε όμως δεν θα έπρεπε να υπάρχει poll, καθώς αν υπήρχε τέτοιο θα έπρεπε να έχει καμιά 300αριάονόματα και βάλε. Ξέρω ήδη πολλούς των οποίων αγαπημένος σκακιστής είναι οΦρανκ Μάρσαλ, ο Χάρι Νέλσον Πίλσμπερι, ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Τσιγκόριν ή ο ΒασίλιΙβαντσούκ και γιατί όχι άλλωστε. Επομένως ένα τέτοιο ερώτημα δεν θα είχε καιπολύ νόημα, από την στιγμή που δεν θα περιόριζε – βάση μιας έστω και αίοληςλογικής- τα ονόματα σε καμιά 20αριά το πολύ.
Ίσως μια άλλη μορφή του ερωτήματος να ήταν: «Ποιος ήταν οπιο ολοκληρωμένος σκακιστής στην ιστορία». Αυτό όμως θα απέκλειε τους πριν το1950 – τουλάχιστον – κορυφαίους παίχτες.
Ένα εύλογο ερώτημα θα ήταν: «Και γιατί να υπάρξει ντε καικαλά ένα τέτοιο poll;».
Σωστό είναι αυτό, αλλά έλα που εμένα κάτι τέτοιες κουβέντεςμ’ αρέσουν. Κι όσο κι αν δεν μπορούν να καταλήξουν σε κάποιο σοβαρό συμπέρασμαόσον αφορά το ερώτημα αυτό καθ’ αυτό, νομίζω πως μπορούν να βγουν κάποιαεπιμέρους ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Η ψηφοφορία, λοιπόν, τελείωσε με ισοβαθμία στην πρώτη θέσημεταξύ του Γκάρι Κασπάροβ και του Μίσα Ταλ, ενώ ισόβαθμοι ακολουθούν ο ΜπόμπιΦίσερ και ο Ανατόλι Κάρποβ.
Ας δούμε λίγο αυτά τα αποτελέσματα. Του Κασπάροβ θα έλεγαπως είναι το πιο αναμενόμενο.  Νομίζω ότιτο να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Γκάρι υπήρξε ο πιο ολοκληρωμένος σκακιστής είναιμια λογική θέση. Είναι ίσως ο τελευταίος μεγάλος της σοβιετικής σχολής. Ηκυριαρχία του ξεκινάει στην δύση της και τελειώνει ότι πια έχουμε μπει για τακαλά στην «μετασοβιετική» ή σύγχρονη – όπως θέλετε πείτε το- εποχή τουπαιχνιδιού. Το παιχνίδι του Κασπάροβ συμπύκνωνε μέσα του σε πολύ μεγάλο βαθμόόλη την προγενέστερη εμπειρία.
Ο Ταλ όμως; Γιατί να ισοβαθμεί στην 1η θέση οόγδοος παγκόσμιος πρωταθλητής, ο οποίος μάλιστα έμεινε στο θρόνο για μονάχα έναέτος, με τον δέκατο τρίτο ομόλογο του, ο οποίος υπήρξε παγκόσμιος πρωταθλητήςγια 15 συνεχόμενα έτη;
Γιατί αυτός ο «νεορομαντικός» μας γοητεύει τόσο; Γιατί, πέρααπό την προσωπική προτίμηση που μπορεί να έχει κάποιος στο παιχνίδι του ή στηνπροσωπικότητα του, θεωρεί ότι το να τον ψηφίσει ως κορυφαίο σκακιστή είναι κάτιπου δεν έρχεται σε αντίθεση με την λογική και την αντικειμενικότητα; Γιατί πχ αυτόδεν συμβαίνει με τον Σμύσλοβ ή τον Πετροσιάν ή γιατί δεν συμβαίνει με τονΡουμπινστάιν ή τον Αλιέχιν;
Μόνο και μόνο επειδή ο Ταλ έκανε εντυπωσιακές θυσίες;
Δεν νομίζω ότι είναι αυτό. Πιστεύω ότι είναι κάτι πολύβαθύτερο. Ίσως η άποψη μου θεωρηθεί κάπως ακραία ή αυθαίρετη, αλλά πιστεύω ότιόλοι –συνειδητά ή υποσεινήδητα- ξέρουμε ότι ο Ταλ έσωσε το σκάκι – τουλάχιστον τοκομμάτι του εκείνο που θα χαρακτηρίζαμε «παιχνίδι». Με λίγα λόγια, την εποχήπου ο Μποτβίνικ (και δεν έχω καμιά διάθεση να μειώσω την δική του μεγάληπροσφορά) έκανε την μεγάλη απόπειρα να «στεγνώσει» το παιχνίδι προωθώντας καισε μεγάλο βαθμό επιβάλλοντας την επιστημονική θεώρηση ως το μόνο δρόμο καιτρόπο που έπρεπε να ακολουθήσει και να παίζεται το σκάκι, ο Ταλ του πέταξε στοπρόσωπο μια μεγάλη αλήθεια, που αυτός ο ίδιος ο μεγάλος αναζητητής της «αλήθειαςσε κάθε θέση» είχε αγνοήσει. Ότι το σκάκι είναι πρώτα απ’ όλα παιχνίδι. Ότιχωρίς την φαντασία – όπως σωστά είχε αναφέρει ο Τσβάιχ – δεν μπορεί ναλειτουργήσει. Ότι εν τέλει, αν ντε και καλά θα πρέπει να του δώσουμε έναν άλλοχαρακτηρισμό και δεν μας φτάνει να το πούμε απλά παιχνίδι, το να το ονομάσουμετέχνη θα ταίριαζε ίσως καλύτερα από την βαρύγδουπη βάπτιση του σε «επιστήμη».
Ο Ταλ υπήρξε η αναρχική πινελιά πάνω στην επιβολή της μονολιθικότηταςτου «επιστημονικού σοσιαλισμού» στο σκάκι. Υπήρξε η πνοή ζωής που ακριβώς δικαιώνονταςτην ύπαρξη της, αρνήθηκε την τυποποίηση και τη φόρμα. Έδειξε ότι αυτή ακριβώς ηορμή για αυτόνομη ύπαρξη είναι που μπορεί – έστω και προσωρινά – να ανατρέψειτον εκ των άνω επιβαλλόμενο κανόνα. Ότι εν τέλει η «ομορφιά» μπορεί – έστω καιπροσωρινά- να νικήσει την από τα πάνω επιβαλλόμενη «αλήθεια». Ο Ταλ υπήρξεουσιαστικά μια υπόσχεση, μια δυνατότητα ανατροπής. Δεν πιστεύω ότι είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Μποτβίνικ αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ύπαρξης του και του χρόνου του στην προσπάθεια εξέλιξης ενός σκακιστικού προγράμματος για υπολογιστές. Το να νικηθεί η σκέψη του Ταλ από ένα μηχάνημα που δεν κάνει λάθος, δεν ήταν μόνο μια προσωπική ρεβάνς για τον «πατριάρχη». Συνειδητά ή υποσυνείδητα (δεν έχει σημασία) νομίζω είχε αντιληφθεί τον γενικότερο «κίνδυνο» που έκλεινε μέσα του το «φαινόμενο» του Λετονού.
Στην 3η θέση ισοβαθμούν οι δύο του «τελικού πουδεν έγινε ποτέ». Νομίζω πώς και αυτό είναι ένα λογικό αποτέλεσμα. Ο Φίσερ με τοαπίστευτο σκάκι που έπαιξε ειδικά την διετία 1970-72, εκθρονίζοντας μάλιστα τουςΣοβιετικούς, όντας ο ίδιος μόνος του, χωρίς μια σχολή από πίσω του, είχε και θαέχει για πάντα τους δικούς του φανατικούς οπαδούς. Υπήρξε – με βάση αυτά που είπαμεπαραπάνω για τον Ταλ- ο Φίσερ μια ανατροπή; Ίσως και πάλι να προκαλώ, αλλά κατάτην γνώμη μου όχι! Εκθρόνισε την σοβιετική σχολή, παίζοντας το σκάκι της,λογικό σκάκι, μόνο που επειδή ήταν απέξω, είχε την δυνατότητα να παρακολουθείτα όσα γίνονταν στους κόλπους της, χωρίς την ίδια ώρα να είναι μέρος του «κλειστούκυκλώματος» της και έτσι μπόρεσε να αποφύγει της αντιφάσεις της, κερδίζονταςαπό τις κατακτήσεις της. Φορέας ανατροπής των παραδεδεγμένων όμως – σε καθαράσκακιστικό επίπεδο- δεν υπήρξε. Εκτός σκακιέρας, είναι ένα άλλο ζήτημα, πουσηκώνει πολύ κουβέντα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι αν ο Φίσερ ήταν σοβιετικός, θαήταν ο αγαπημένος μαθητής του Μποτβίνικ (επαναλαμβάνω, όσο αφορά το σκακιστικόκαθαρά κομμάτι και όχι την γενικότερη συμπεριφορά του).
Ο Ανατόλι Κάρποβ υπήρξε ίσως ο σκακιστής με την βαθύτερη στρατηγικήκατανόηση του παιχνιδιού και δικαίως θα μνημονεύεται ως ένας από τους κορυφαίουςπαίχτες όλων των εποχών. Η ήττα του από τον Κασπάροβ έχει να κάνει με πολλάπράγματα. Από τα εντελώς αντίθετα στυλ παιχνιδιού αυτών των δύο, τηναργοπορημένη αντίδραση του Κάρποβ να προσαρμοστεί απέναντι στον συγκεκριμένο αντίπαλο, την διαφορά ηλικίας ως και το λάθος του –όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κασπάροβ- να «προσθέσει το φάντασμα του Φίσερστο στρατόπεδο των αντιπάλων του» σε εκείνον τον μαραθώνιο τελικό που δεν …τελείωσεποτέ.
Άξιο αναφοράς είναι επίσης οι δύο ψήφοι του Πολ Μόρφι, καθώςκαι οι 5 για τον Καπαμπλάνκα που τον τοποθετούν στην κορυφή των υπολοίπων – αν εξαιρεθούνοι 4 πρώτοι.
Κάθε σχόλιο και κάθε αντίρρηση είναι ευπρόσδεκτα. Έτσι κιαλλιώς θα είναι χαρά μου να κάνουμε κουβέντα. Επίσης περιμένω προτάσεις γιαεπόμενες ψηφοφορίες (έχω κατά νου το «Ισχυρότερος παίχτης που δεν έγινε ποτέπαγκόσμιος πρωταθλητής», αλλά καλό θα ήταν να πέσουν κι άλλες προτάσεις στοτραπέζι). 



Πολ Μόρφυ
  2 (2%)
Άντολφ Άντερσεν
  0 (0%)
Βίλελμ Στάινιτς
  1 (1%)
Εμμάνουελ Λάσκερ
  1 (1%)
Ακίμπα Ρουμπινστάιν
  1 (1%)
Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα
  5 (6%)
Αλεξάντερ Αλιέχιν
  2 (2%)
Πολ Κέρες
  0 (0%)
Μιχαήλ Μποτβίνικ
  1 (1%)
Βασίλι Σμύσλοβ
  0 (0%)
Μιχαήλ Ταλ
  19 (22%)
Τίγκραν Πετροσιάν
  1 (1%)
Μπόρις Σπάσκι
  0 (0%)
Βίκτορ Κορτσνόι
  1 (1%)
Μπόμπι Φίσερ
  15 (18%)
Ανατόλι Κάρποβ
  15 (18%)
Γκάρι Κασπάροβ
  19 (22%)
Βλάντιμιρ Κράμνικ
  0 (0%)
Βίσι Ανάντ
  0 (0%)
Μάγκνους Κάρλσεν
  0 (0%)

Βασίλισσες

2 Σχόλια

Στην αίθουσα του σκακιστικού συλλόγου, επικρατούσε σιγή. Μόνο τα ασυντόνιστα χτυπήματα στα ρολόγια ακούγονταν, όταν κάθε παίχτης ολοκλήρωνε την κίνηση του και χτυπούσε το κουμπί στο ρολόι που πάγωνε τον δικότου χρόνο και ταυτόχρονα εκκινούσε αυτόν του αντιπάλου του. (Μέσα στα άλλα οισκακιστές είναι και λίγο …χρονοκράτορες. Σταματούν και ξεκινούν τα ρολόγια κατά βούληση. Μα αυτό αφορά μόνον τον δικό τους, τον σκακιστικό χρόνο. Δυστυχώς για τον άλλον, τον πραγματικό, που ρέει σταθερά και αμείλικτα, ούτε αυτοί δεν έχουν λύση).

Ένας από τους παλιούς, τους πιο έμπειρους, έπαιξε την κίνηση του, χτύπησε το ρολόι και βγήκε για λίγο έξω, μέχρι να σκεφτεί ο αντίπαλος του.
Μετά από λίγο, άκουσε κάποιον να σέρνει τα βήματα του προς το μέρος του. Έστρεψε το βλέμμα προς την πόρτα. Ήταν ένας από τους πιτσιρικάδες, το νέο αίμα του συλλόγου. Θα ‘ταν δεν θα ‘ταν 8 χρονών. Πλησίαζε αργά, με το κεφάλι κάτω.
«Τι έπαθες ρε μικρέ;»
«Είχα …είχα καλή θέση. Αλλά ….αλλά έστησα τη βασίλισσα μου…»
«Χα χα!» – γέλασε ο παλιός καθώς χάιδευε τον μικρό στο κεφάλι – «και γι’ αυτό κάνεις έτσι; Έχεις να στήσεις πολλές ακόμα!»
«Έστηνες και συ, όταν ήσουν αρχάριος;» κάτι έλαμψε στο βλέμμα του μικρού, καθώς του γεννιόταν η ελπίδα πώς δεν ήταν ο μόνος.
«Ουουου! Έχω στήσει εγώ βασίλισσες! Τόσες που νομίζω πώς έχω εξασφαλίσει για το υπόλοιπο της ζωής μου το μένος του γυναικείου φύλου!»
 
 
32 κομμάτια. 30 αρσενικοί και μόλις 2 θηλυκά. Κι όμως ικανά να κάνουν την σκακιέρα άνω κάτω.
Μια τέτοια κυρία, τοποθετημένη σε κεντρικό τετράγωνο, ελέγχει 27 τετράγωνα! Σχεδόν την μισή σκακιέρα! Την ώρα που ένας φτωχός πύργος μπορεί να ελέγξει μόλις 14, ενώ ο κακομοίρης ο «τρελός» στο κέντρο της σκακιέρας μπορεί να ελέγξει το πολύ 13, ο δε «βαρύς μάγκας» ιππότης, από το κέντρο (που είναι και γι’ αυτόν η καλύτερη θέση) ελέγχει μόλις 8 τετράγωνα. Ο δύσμοιρος στρατιώτης, ελέγχει μόνο 2 (εκτός απ’ αυτούς  της α και θ στήλης που ελέγχουν μόλις 1), ενώ η «αυτού υψηλότης» – ναι, αυτός ο τεμπέλαρος που έχει τους άλλους να τρέχουν για πάρτη του – στην καλύτερη θέση του ελέγχει 8, αλλά αυτός έτσι κι αλλιώς την περισσότερη ώρα είναι αραγμένος στην φωλίτσα του, για να αποφύγει τα εχθρικά πυρά και συνήθως μόνο στα φινάλε ξεπορτίζει. Μην τα πολυλογούμε.  Η «κυρία» κάνει κουμάντο στο παιχνίδι (και όχι μόνο σ’ αυτό, για να λέμε την αλήθεια).
Αλλά αυτή η αρχόντισσα, δεν υπήρχε από την αρχή στο σκάκι. Εισέβαλε πολύ αργότερα.
Στην ανατολή (από την οποία πέρασε το σκάκι στην Ευρώπη), την θέση της είχε ένα κομμάτι που ονομαζόταν «Φιρζάν» και ήταν πολύ αδύναμο. (καμιά σχέση με την τρομοκράτισσα). Κατόπιν αυτό το κομμάτι μετονομάστηκε «βεζίρης» και πάλι με μειωμένες δυνατότητες.
Γύρω στο 1500, κάνει την εμφάνιση της η βασίλισσα στα 64 ασπρόμαυρα τετράγωνα. Αρχικά με μειωμένες δυνατότητες κίνησης, ώσπου σιγά σιγά φτάσαμε στην δυνατότητα κινήσεων που έχει και σήμερα. Πολλοί ερευνητές της ιστορίας του σκακιού, συνδέουν την αυξητική τάση στην δύναμη της σκακιστικής βασίλισσας, με την αντίστοιχη αύξηση εξουσιών που απέκτησαν οι βασίλισσες στις αναγεννησιακές βασιλικές αυλές. Κάτι πολύ πιθανό, αν αναλογιστούμε ότι το σκάκι τότε, παιζόταν αποκλειστικά στις βασιλικές αυλές.
Οι αλλαγές στα κομμάτια, αντικατόπτριζαν κάθε φορά το κοινωνικό στάτους, πράγμα που ενισχύει στην περίπτωση της βασίλισσας, την αρχική υπόθεση.

Οι αρχάριοι παίχτες, μόλις μάθουν σκάκι, αρχίζουν να παίζουν βγάζοντας νωρίς την βασίλισσα τους στο παιχνίδι γιατί θέλουν να κάνουν αμέσως ματ.

Μόλις αρχίσουν να γνωρίζουν το παιχνίδι συστηματικά, αρχίζουν να γνωρίζουν και τον «τρόμο της βασίλισσας».

Είναι πολύ καλή, αλλά δυστυχώς έχει κι ο αντίπαλος μία. Φοβούνται να κινήσουν την δική τους, μην την χάσουν, κι έτσι μοιάζει με άχρηστο όπλο, την ίδια ώρα που αισθάνονται ότι  η άλλη  θα καταπιεί την σκακιέρα ολόκληρη. Μετά ακούνε τον προπονητή να φωνάζει:
«Μην βγάζετε νωρίς την βασίλισσα στο άνοιγμα, χωρίς σοβαρό λόγο! Ο αντίπαλος θα εκμεταλλευτεί αυτήν την έξοδο, βγάζοντας κομμάτια που θα απειλούν την βασίλισσα. Εσείς θα την μετακινείτε και αυτός θα βγάζει και άλλο κομμάτι. Στο τέλος θα έχει αναπτύξει όλο το στρατό του, ενώ εσείς το μόνο που θα έχετε πετύχει, θα είναι να κουνάτε την βασίλισσα πέρα δώθε. Και θα έχετε χαμένη θέση πριν ακόμα το καταλάβετε». Πράγματι, η ισχύς της, είναι ταυτόχρονα και η αδυναμία της. Είναι το ισχυρότερο κομμάτι, άρα όταν απειληθεί, θα πρέπει να οπισθοχωρήσει σε ασφαλές τετράγωνο. Δεν μπορεί να μείνει εκτεθειμένη στον κίνδυνο, διότι ο αντίπαλος θα έδινε οποιοδήποτε κομμάτι του για να την αιχμαλωτίσει. Αυτός ο «τρόμος της βασίλισσας» οδηγεί συχνά τους νέους παίχτες να επιδιώκουν μια γρήγορη αλλαγή βασιλισσών από το άνοιγμα. Μόλις φύγουν απ’ το τραπέζι οι «διαβολικές γυναίκες» αισθάνονται πιο ασφαλείς. Φεύγει ένα άγχος, μπορούν να παίξουν σκάκι πιο ελεύθερα. Ωραία, ξεφορτωθήκατε τις δύο ντάμες γρήγορα, αλλά για πείτε μου τι θα κάνετε με τις υπόλοιπες 16 εκκολαπτόμενες;
Δεν είναι λοιπόν μονάχα 2! Είναι άλλες 16, καμουφλαρισμένες με την ταπεινή μορφή ενός στρατιώτη! Όπως γράφει σε ένα βιβλίο του και ο Γιάσερ Σεϊράβαν, απευθυνόμενος προς αρχαρίους: «Προσέχετε τα πιόνια σας. Είναι μωρά βασίλισσες!». Αυτή κι αν είναι τραγωδία! Να είσαι ένας αδύναμος στρατιώτης, στηπρώτη γραμμή. Να σε δέρνουν οι θύελλες και οι κατατρεγμοί σε όλη την παρτίδα. Ύπουλοι αξιωματικοί να σε λοξοκοιτάζουν. Ιππότες να απειλούν με τις λόγχες τους. Απόρθητα κάστρα να ορθώνονται εμπρός σου. Είσαι και το ξέρεις, εντελώς χαμένος. Μα δεν σου μένει άλλος δρόμος. Βάζεις το κεφάλι κάτω και με το αργό βήμα σου, στοχεύεις την τελευταία γραμμή.
«Έτσι και φτάσω ως εκεί, θα σας δείξω εγώ!». Και ναι! Κάποιοι φτάνουν! Και τότε συντελείτε η μεταμόρφωση! Το ταπεινό πιονάκι, ο κυνηγημένος και φοβισμένος στρατιώτης γίνεται …βασίλισσα! Τι τίμημα όμως κι αυτό! Έφτασε ως την τελευταία γραμμή με αίμα και τώρα για να απολαύσει τους καρπούς της ισχύως και της εξουσίας θα πρέπει να …αλλάξει φύλο!
Με τον καιρό βέβαια, ο φόβος φεύγει και οι νέοι παίχτες την αντιμετωπίζουν σαν ένα κομμάτι όπως όλα τα άλλα.
Παρ’ όλα αυτά,  υπάρχουν αρκετές φαλλοκρατικές βαριάντες ανοιγμάτων, στις οποίες προβλέπεται η αλλαγή βασιλισσών σε πρώιμο στάδιο, ήδη από το άνοιγμα.  Βγάζουμε τις γυναίκες από τη μέση και παίζουμε…αντρικό σκάκι! (Και τι θα κάνατε μωρέ σε έναν κόσμο χωρίς γυναίκες; Μια σκακιέρα χωρίς ντάμες, είναι μια φτωχή σκακιέρα).
Στα προηγούμενα χρόνια, η βασίλισσα (η αλήθεια είναι όχι μόνο αυτή) έπεσε θύμα και μιας άλλης συνήθειας. Όταν περιόδευαν οι μεγάλοι σκακιστές και επισκέπτονταν τις τοπικές λέσχες σκακιστών, έπαιζαν τις λεγόμενες «παρτίδες μεχάντικαπ». Ξεκινούσαν με μειωμένο υλικό, για να διατηρεί κάποιες ελπίδες και ο ερασιτέχνης να το παλέψει κάπως. Τίποτα παραπάνω. Αρκετά συχνά, έβγαζαν την βασίλισσα τους απ’ τη σκακιέρα, πριν ξεκινήσει το παιχνίδι. Μάλιστα, ο Καπαμπλάνκα, παρεξηγήθηκε μια φορά, εξ αιτίας αυτής της συνήθειας. Ο μεγάλοςΚάπα περιόδευε στην Ευρώπη. Σε κάποιο σταθμό της περιοδείας του, στην Πολωνία –αν δεν κάνω λάθος – σε μια τοπική λέσχη, ένας ερασιτέχνης ζήτησε μια παρτίδα με τον παγκόσμιο πρωταθλητή. Ο Κάπα φυσικά δέχθηκε, αλλά μόλις κάθισαν μπροστά στο τραπέζι, όπου είχε στηθεί η σκακιέρα, αρπάζει την βασίλισσα του, βγάζοντας την έξω από την σκακιέρα, τηρώντας απλώς την παράδοση των ισχυρών παιχτών να παίζουν με υλικό μειονέκτημα απέναντι σε πιο αδύνατους. Έλα όμως που ο άλλος δεν «μάσαγε» ούτε μπροστά στον παγκόσμιο πρωταθλητή: «Τι κάνεις εκεί; Πώς μεπροσβάλεις έτσι; Γύρνα πίσω την βασίλισσα. Μπορώ να σε νικήσω και με αυτήν». Ο Κάπα δεν έχασε την ψυχραιμία του: «Κύριε μου, αν μπορούσατε να με νικήσετε, θα σας ήξερα» του είπε τοποθετώντας πίσω την βασίλισσα και συντρίβοντας τον.

Κατά την ρομαντική ειδικά εποχή του παιχνιδιού (αλλά και αργότερα), όπου οι θυσίες ήταν κάτι σαν επιβεβλημένο (οι σκακιστές θεωρούσαν υποχρέωση τους να θυσιάσουν, για να καταδείξουν την επιβολή του πνεύματος πάνω στην ύλη. Μια νίκημε υλικό πολύ λιγότερο, σήμαινε απλά τον θρίαμβο του πνεύματος) οι θυσίες βασίλισσας ήταν συχνότερο φαινόμενο. Βέβαια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, αυτές οι θυσίες βασίλισσας ήταν και τότε και τώρα, ουσιαστικά«ψευδοθυσίες». Ο παίχτης που θυσιάζει βασίλισσα, έχει άμεσο ματ σε κάποιες κινήσεις (ή νομίζει ότι έχει. Συμβαίνει κι αυτό, πιστέψτε με, το ξέρω από πρώτο χέρι), ή εντελώς κερδισμένη θέση μετά την θυσία. Πραγματικές θυσίες, με ρίσκο, είναι οι λεγόμενες στρατηγικές θυσίες «διαφοράς». Όταν δηλαδή προσφέρεται πύργος για αξιωματικό ή ίππο ή προσφέρεται ένα ελαφρό κομμάτι (ίππος ή αξιωματικός) για ένα ή δύο πιόνια ή οι θυσίες ενός πιονιού. Αυτές οι θυσίες, δεν παρέχουν άμεσο αντάλλαγμα. Γίνονται για να αποκτηθεί κάποιο στρατηγικό πλεονέκτημα (καλύτερος έλεγχος κάποιου συγκεκριμένου σημείου ή των τετραγώνων ενός χρώματος, κέρδος χρόνου, πρωτοβουλία, δημιουργία αδυναμιών στην αντίπαλη άμυνα κτλ) το οποίο θα προσπαθήσει μετά ο παίχτης να  αξιοποιήσει σιγά σιγά στην πορεία. Γι’ αυτό είναι και πολύ πιο δύσκολες θυσίες, καθώς πρέπει να υπολογιστούν πάρα πολλές βαριάντες με ακρίβεια και να ακολουθήσει «χειρουργικό» παιχνίδι. Ενώ μια θυσία, που δίνει φορσέ ματ σε μερικές κινήσεις και ποιος δεν θα την έκανε (αρκεί να την έβλεπε βέβαια πρώτα. Εγώ συνήθως τις βλέπω μόνο μετά, στην «νεκροψία». Αλλά κανείς δεν κέρδισε παρτίδα στην ανάλυση). Όπως και να ‘χει, είναι εντυπωσιακό να βλέπεις έναν παίχτη να δίνει την βασίλισσα του.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εδώ, είναι η φημισμένη «Αθάνατη παρτίδα» του Άντερσεν, παιγμένη στο περιθώριο του τουρνουά του Λονδίνου στα 1851, απέναντι στον Κιζερίτσκι. Μια μυθική παρτίδα, που γοητεύει για πάντα τους σκακιστές. Ο Άντερσεν θυσιάζει σχεδόν τα πάντα (και τους 2 πύργους του) πριν θυσιάσει και την βασίλισσα, φτάνοντας σε εντυπωσιακό ματ. Στην τελική θέση υπάρχουν μόνο 3 λευκά κομμάτια, δύο ίπποι και ένας αξιωματικός, που δίνουν το ματ. Από την άλλη, υπάρχουν ΟΛΑ τα μαύρα κομμάτια: βασίλισσα, 2 πύργοι, 2 ίπποι, 2 αξιωματικοί! Μόνο πιόνια έχει χάσει ο Κιζερίτσκι. Και όμως γίνεται ματ! Εντυπωσιακή εικόνα στην τελική θέση, με όλο τον μαύρο στρατό ακινητοποιημένο στις γωνιές της σκακιέρας, να παρακολουθεί 3 λευκά κομμάτια να κάνουν ματ. Η βασίλισσα θυσιάζεται στην προτελευταία κίνηση.
 
 
 
Άλλη μια εκπληκτική θυσία βασίλισσας, συνέβη στην παρτίδα Λεβίτσκι – Μάρσαλ, το 1912, όπου ο τρομερός Φρανκ Μάρσαλ παίζει ίσως την εντυπωσιακότερη κίνηση στην ιστορία του σκακιού: 23…Qg3!

Η  μαύρη ντάμα, προσφέρεται ως αμνός καθώς μάλιστα «στουκάρει» σε κενό τετράγωνο, ενώ ο λευκός έχει τρεις δυνατότητες κοψίματος, αλλά φευ… και οι τρεις χάνουν. Ακόμα όμως κι αν ο Λεβίτσκι δεν αποδεχθεί των Δαναών τα δώρα, πάλι χάνει! Οπότε εποίησε σοφά εγκαταλείποντας.
«Μαύρη μαγεία» από τον Μάρσαλ.
 
 
 
Εκτός των θυσιών, η μοίρα των βασιλισσών τους επιβάλλει να δεχθούν συχνά και μια αντίζηλο να συνυπάρχει μαζί τους στην σκακιέρα. Η διγαμία (ή και παραπάνω) επιτρέπεται στο σκάκι για τους μονάρχες.
Δύο τέτοιες παρτίδες, όπου εμφανίστηκαν στην σκακιέρα 4 βασίλισσες, 2 λευκές και 2 μαύρες, μετατρέποντας τους βασιλιάδες σε σουλτάνους στο χαρέμι, είναι η παρτίδα μεταξύ του Μπόμπι Φίσερ και του Τίγκραν Πετροσιάν το 1959 στο Ζάγκρεπ και  η παρτίδα του Αλεξάντερ Μπελιάβσκι και του Μάρκ Ταϊμάνοβ, παιγμένη στην Μόσχα το 1979.
 
 
 
Υπάρχουν και παρτίδες με 5 βασίλισσες πάνω στην σκακιέρα! Κι αν αυτή του Αλιέχιν θεωρείται κατασκευασμένη, η παρακάτω είναι απολύτως αληθινή και πρόσφατη σχετικά,  παιγμένη το 1994 μεταξύ των Mackic και Maksimenko, για να δείτε ότι συμβαίνουν και στις μέρες μας …τέτοια πράγματα. 
 
 
Το 1882,  ο Mason έπαιζεμε τα μαύρα εναντίον του McKenzie. Από την 72η κίνηση ως την 144η, αποφάσισε να δείξει την λατρεία του προς την βασίλισσα του, αγνοώντας τα υπόλοιπα κομμάτια του και παίζοντας μόνο με αυτήν. Αυτό είναι και το ρεκόρ για συνεχόμενες κινήσεις του ίδιου κομματιού σε παρτίδα.

Το 1969 ο Κeres, μαύρος εναντίον του Westerinen και με κομμάτι κάτω, αποφάσισε να δείξει στον Φιλανδό τι εστί διαρκές σαχ. Από την 38η μέχρι την 75η κίνηση ο Πολ έδεινε ανελέητα σαχ με ότι του είχε απομείνει, δηλαδή με τη βασίλισσα του. Έκανε ένα μικρό διάλλειμα στην 76η και κατόπιν εξακολούθησε το βιολί του μέχρι την 80η, όταν ο Westerinen, προφανώς απηυδισμένος, συμφώνησε την ισοπαλία. 

 
Κάποτε, ένας σκακιστής, κινδύνευε να χάσει την βασίλισσα του. Τελικά έχασε την παρτίδα, αλλά όχι και το χιούμορ του, καθώς δήλωσε αμέσως μετά: «Ευτυχώς πρόλαβα και έγινα ματ, αλλιώς θα έχανα τη βασίλισσα μου!»
 
Οι αρχόντισσες των 64 τετραγώνων θα είναι πάντα εκεί, διασχίζοντας σαν αστραπή τις κάθετες και τις διαγώνιους, απειλώντας τους πάντες και τα πάντα, κάνοντας ματ ή πέφτοντας ηρωικά, για να μας θυμίζουν ίσως πώς μια γυναίκα κρύβει μέσα της την σωτηρία αλλά και την καταστροφή ταυτόχρονα. Όμως όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, σημασία έχει να ευχαριστηθούμε το παιχνίδι.
Κι όπως έγραψε ο Μανώλης Αναγνωστάκης:
«Έλα να παίξουμε! Θα σου χαρίσω την βασίλισσα μου…»